παπλωματάς

παπλωματάς
ο, θηλ. παπλωματού [πάπλωμα]
αυτός που κατασκευάζει ή πωλεί παπλώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παπλωματάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παπλωματού ούς, ο τεχνίτης, ο κατασκευαστής παπλωμάτων ή ο καταστηματάρχης, ιδιοκτήτης του παπλωματάδικου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Логофет, Ликург — Ликург Логофет  художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч …   Википедия

  • εφαπλωματοποιός — ο ο κατασκευαστής παπλωμάτων, κν. παπλωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφάπλωμα + ποιός (< ποιώ), πρβλ. υποδηματο ποιός, φθορο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • παπλωματάδικο — το το κατάστημα όπου πωλούνται ή κατασκευάζονται παπλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπλωματάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. παπουτσ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • Αγουράς, Γεώργιος — (19ος αι.).Πατριώτης από την Τραπεζούντα, έμπορος και βιοτέχνης (παπλωματάς) στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις άρχισε η Επανάσταση, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν για την πατριωτική του δραστηριότητα και τον κρέμασαν, αφού τον βασάνισαν και τον διαπόμπευσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”